- δρομῆς
- δρομεύςrunnermasc nom plδρομεύςrunnermasc nom/voc plδρομήfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δρομῆς — Δρομεύς runner masc nom pl Δρομεύς runner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυσιδρόμης — κωλησιδρόμης, ὁ (Α) αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμης, σταδιο δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
παλινδρομής — παλινδρομής, ές (Α) παλίνδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρομής (< δρόμος)] … Dictionary of Greek